- πηλότροφος
- πηλό-τροφος, ον,A reared in mud or soft soil, Opp.C.1.288.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλότροφος — ον, Α αυτός που μεγάλωσε, που συνήθισε τη λάσπη ή το πολύ μαλακό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + τροφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
πηλότροφον — πηλότροφος reared in mud masc/fem acc sg πηλότροφος reared in mud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek